- εμμηνοστασία
- η(ιατρ.)1. η εμμηνόπαυση (βλ. λ.).2. η προσωρινή διακοπή της εμμηνόρροιας (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμμηνοστασία — η φυσιολογική ή παθολογική διακοπή τής εμμηνορρυσίας … Dictionary of Greek